- φωτεινότεροι
- φωτεινόςshiningmasc nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… … Dictionary of Greek
γλύπτης — (Sculptor) (Αστρον.).Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου του ουρανού, ανάμεσα στους αστερισμούς του Κήτους, του Υδροχόου, του Νοτίου Ιχθύος, του Γερανού, του Φοίνικα και του Κλίβανου. Στον Γ. βρίσκεται ο νότιος πόλος του Γαλαξία. Ο αστερισμός… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek